- ὕθλημα
ὕθλημα, τό, Geschwätz, Possen, gew. im plur. (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕθλημα, τό, Geschwätz, Possen, gew. im plur. (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύθλημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ὑθλῶ] (κυρίως στον πληθ.) τὰ ὑθλήματα ανοησίες ή φλυαρίες … Dictionary of Greek