- ὕλλος
ὕλλος, ὁ, 1) dim. von ὕδρος (?). – 2) der Ichneumon, Pisid. – S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕλλος, ὁ, 1) dim. von ὕδρος (?). – 2) der Ichneumon, Pisid. – S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὕλλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλλος — Egyptian ichneumon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλλος — Γιος του Ηρακλή από τη Δηιάνειρα, σύζυγος της Ιόλης. Υιοθετήθηκε από τον Αιγίμιο, βασιλιά των Δωριέων της Θεσσαλίας, και ηγήθηκε εκστρατείας Δωριέων στην Πελοπόννησο, για ν’ αποκατασταθεί στο θρόνο της Τίρυνθας, που είχε στερήσει ο Ευρυσθέας από… … Dictionary of Greek
Ὕλλε — Ὕλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλλε — ὕλλος Egyptian ichneumon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλλοι — Ὕλλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλλοι — ὕλλος Egyptian ichneumon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλλον — Ὕλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλλον — ὕλλος Egyptian ichneumon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλλου — Ὕλλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλλου — ὕλλος Egyptian ichneumon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)