ὕλαγμα — bark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… … Dictionary of Greek
ὑλαγμάτων — ὕλαγμα bark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλάγμασι — ὕλαγμα bark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλάγμασιν — ὕλαγμα bark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλάγματα — ὕλαγμα bark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] … Dictionary of Greek
ύλασμα — άσματος, τὸ, Α βλ. ὕλαγμα … Dictionary of Greek