- ἕλμιγξ
ἕλμιγξ, ιγγος, ἡ, s. ἕλμινς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλμιγξ, ιγγος, ἡ, s. ἕλμινς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρμιγγας — ο είδος σκουληκιού που παρασιτεί στο έντερο τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από το αρχ. έλμιγξ, γγος] … Dictionary of Greek