- ὕγρανσις
ὕγρανσις, ἡ, das Benetzen, Anfeuchten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕγρανσις, ἡ, das Benetzen, Anfeuchten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕγρανσις — wetting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγράνσει — ὕγρανσις wetting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγράνσεϊ , ὕγρανσις wetting fem dat sg (epic) ὕγρανσις wetting fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕγρανσιν — ὕγρανσις wetting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύγρανση — η / ὕγρανσις, άνσεως, ΝΜΑ [υγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υγραίνω … Dictionary of Greek
ὑγράνσεως — ὑγράνσεω̆ς , ὕγρανσις wetting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)