ὕγρασμα, τό, 1) das Benetzte, Angefeuchtete. – 2) = ὑγρασία, Feuchtigkeit, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕγρασμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύγρασμα — άσματος, τὸ, Α [ὑγράζω] η υγρασία … Dictionary of Greek
ὑγράσματα — ὕγρασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)