- ἕκ-πλευρος
ἕκ-πλευρος, sechsseitig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕκ-πλευρος, sechsseitig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπλευρος — η, ο (Α εὔπλευρος, ον) αυτός που έχει ισχυρές πλευρές 2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος)] … Dictionary of Greek
ημίπλευρος — ον ἡμίπλευρος (Α) κομμένος σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά πλευρος, ισό πλευρος)] … Dictionary of Greek
θεόπλευρος — θεόπλευρος, ον (AM) 1. αυτός που βρίσκεται στο πλευρό τού θεού 2. (για τη λόγχη) αυτός που διαπερνά το πλευρό τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος] … Dictionary of Greek
ισοπληθόπλευρος — ἰσοπληθόπλευρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο αριθμό πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοπληθής + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, χρυσό πλευρος] … Dictionary of Greek
ισόπλευρος — η, ο (Α ἰσόπλευρος, ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο») αρχ. 1) (για αριθμό) τετράγωνος 2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος. επίρρ... ἰσοπλεύρως (Α) με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + … Dictionary of Greek
χαλκόπλευρος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό πλευρος, χρυσό πλευρος] … Dictionary of Greek
ετερόπλευρος — ἑτερόπλευρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι») 2. αυτός που έχει άνισες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ πλευρος)] … Dictionary of Greek
οκτάπλευρος — και οχτάπλευρος, η, ο (Μ ὀκτάπλευρος, ον) αυτός που έχει οκτώ πλευρές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάπλευρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ πλευρές οι οποίες κείνται στο ίδιο επίπεδο, το οκτάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πλευρος (<… … Dictionary of Greek
πεντάπλευρος — η, ο / πεντάπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάπλευρο σχήμα με πέντε πλευρές και πέντε γωνίες, το πεντάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. εξά πλευρος] … Dictionary of Greek
περίπλευρος — ον, Α αυτός που καλύπτει τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] … Dictionary of Greek
περιπλευριτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] … Dictionary of Greek