- ἕκ-πηχυς
ἕκ-πηχυς, sechsellig, Phryn. 412, jetzt ἕξπηχυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕκ-πηχυς, sechsellig, Phryn. 412, jetzt ἕξπηχυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῆχυς — forearm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
πήχει — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (attic epic) πῆχυς forearm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχέων — πῆχυς forearm masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχῶν — πῆχυς forearm masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶχυν — πῆχυς forearm masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῆχυν — πῆχυς forearm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεας — πῆχυς forearm masc acc pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεε — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεες — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεις — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)