- ὕβωμα
ὕβωμα, τό, Buckel, Höcker, wie ὗβος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβωμα, τό, Buckel, Höcker, wie ὗβος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβωμα — hump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβωμα — το / ὕβωμα, ώματος, ΝΑ κύρτωμα ράχης, ύβος, καμπούρα νεοελλ. 1. (γεωγρ·) τοποθεσία με ενδιάμεσο υψόμετρο, η οποία περιβάλλεται από περιοχές αντίθετου αναγλύφου, λ.χ. όρη ή λόφοι από τη μία πλευρά και πεδιάδες από την άλλη, τοποθεσία που αποτελεί… … Dictionary of Greek
ύβωμα — το, ατος το κύρτωμα της ράχης, ο ύβος, η καμπούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑβωμάτων — ὕβωμα hump neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβώματα — ὕβωμα hump neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβώματος — ὕβωμα hump neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek
ύβος — ο 1. παθολογικό κύρτωμα ή εξόγκωμα της ράχης ή του στήθους εξαιτίας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης ή του στέρνου, ύβωμα, καμπούρα. 2. το κύρτωμα, η καμπούρα της ράχης της καμήλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύβωση — η 1. η κύρτωση, η κύφωση, το καμπούριασμα, το να γίνεται κάτι κυρτό. 2. ύβωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)