- ὕβωσις
ὕβωσις, ἡ, das Auswärtskrümmen, Buckligmachen, übh. = ὗβος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβωσις, ἡ, das Auswärtskrümmen, Buckligmachen, übh. = ὗβος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβωσις — condition of being humpbacked fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβωσιν — ὕβωσις condition of being humpbacked fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβωση — η / ὕβωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑβοῡμαι] κύρτωση, καμπούριασμα … Dictionary of Greek