ὕβρισμα

ὕβρισμα

ὕβρισμα, τό, 1) übermüthige, muthwillige Handlung, verübte Frevelthat; τόδ' ὕβρισμ' ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι, Eur. Heracl. 18; Her. 3, 48. 7, 160; Mißhandlung, Beschimpfung, Beleidigung, Plat. Ep. III, 319 b; Xen. Ath. 3, 5. – 2) der Gegenstand der Mißhandlung, des Frevels, Eur. Or. 1038, ὕβρισμα ϑέμενος τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὕβρισμα — wanton neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβρισμα — το / ὕβρισμα, ΝΑ [ὑβρίζω] νεοελλ. εξύβριση, βρίσιμο αρχ. 1. προσβλητική ενέργεια που πηγάζει από αλαζονεία και αυθάδεια («τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ», Δημοσθ.) 2. το αντικείμενο τής προσβολής, τής ύβρεως 3. υβριστής («τετρασκελὲς ὕβρισμα» ο… …   Dictionary of Greek

  • ὕβρισμ' — ὕβρισμα , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc sg ὕ̱βρισμαι , ὑβρίζω wax wanton perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρισμάτων — ὕβρισμα wanton neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίσμασι — ὕβρισμα wanton neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίσμασιν — ὕβρισμα wanton neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίσματα — ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίσματος — ὕβρισμα wanton neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίσμαθ' — ὑβρίσματα , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc pl ὑβρίσματι , ὕβρισμα wanton neut dat sg ὑβρίσματε , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”