- ὕβριστις
ὕβριστις, ιδος, ἡ, fem. von ὑβριστής, E. M; s. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβριστις, ιδος, ἡ, fem. von ὑβριστής, E. M; s. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβριστις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβριστις — ίστιδος, ἡ, Α βλ. υβριστής … Dictionary of Greek
υβριστής — ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, ίστιδος, Α [ὑβρίζω] νεοελλ. πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος μσν. αρχ. θρασύς, αναιδής ή βίαιος αρχ. 1. ακόλαστος, ασελγής 2. (για ζώο) ατίθασος 3. (για φυσικά… … Dictionary of Greek