ἕχιον

ἕχιον

ἕχιον, τό, das Natternkraut, echium, welches man gegen den Natternbiß brauchte, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔχιον — Echium plantagineum neut nom/voc/acc sg χάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) χάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές …   Dictionary of Greek

  • Ἐχίον — Ἐχίος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔχιον — Ἔχιος masc acc sg Ἐχίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχίοιο — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχίου — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg χιόω mark with a imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχίων — ἔχιον Echium plantagineum neut gen pl ἔχις viper masc gen pl (epic doric ionic aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχια — ἔχιον Echium plantagineum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] …   Dictionary of Greek

  • αλκιβιάδειον — ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) [Ἀλκιβιάδης] ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο …   Dictionary of Greek

  • εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”