ἕφ-ᾱβος

ἕφ-ᾱβος

ἕφ-ᾱβος, dor. = ἐφηβικός, ἔφηβος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χήραψ — αβος, ὁ, Α γαρίδα …   Dictionary of Greek

  • ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] …   Dictionary of Greek

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • Árabe — (Del ár. arb.) ► adjetivo 1 Que es de Arabia o de cualquier país o comunidad islámica del norte de África o Próximo oriente y Oriente medio. TAMBIÉN arábigo ► sustantivo masculino femenino 2 Persona natural de Arabia o de cualquiera de esos… …   Enciclopedia Universal

  • Άραβας — ο (AM Ἄραψ, αβος) αυτός που κατάγεται από την Αραβία ή ανήκει στο αραβικό έθνος αρχ. μσν. εκείνος που ανήκει στη μαύρη φυλή 2. ως ουσ. ο αραβικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. Arab] …   Dictionary of Greek

  • αλικάκαβον — το Βoτ. έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το είδος Physales alkekengi τής οικογένειας τών Σολανιδών. Ο Διοσκορίδης ονομάζει έτσι το είδος Withania somnifera τής ίδιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με αμφίβολη ορθογραφία, πρβλ. τον τ. πληθυντ. αριθμού …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

  • κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… …   Dictionary of Greek

  • καναβιουργός — ὁ (Α) επιγρ. αυτός που κατασκευάζει ξύλινους σκελετούς, καν(ν)άβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβος + ουργός (< ἔργον), αντί καν(ν)αβουργός (πρβλ. ξυλουργός, οπλ ουργός), πιθ. από επίδραση τού κάν(ν)αβις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”