- ὕσδος
ὕσδος, = ὔσδος, äol. statt ὄζος, Sappho bei Hermog. u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕσδος, = ὔσδος, äol. statt ὄζος, Sappho bei Hermog. u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύσδος — ὁ, Α βλ. όζος (Ι) … Dictionary of Greek
όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia