ἕσμα, τό, der Fruchtstiel, Arist. bei Eust. Il. 932, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔσμα — ἔσμᾱ , σμάω wipe imperf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσμα — stalk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)