ύσκλος — και ὕσχλος, ὁ, ἡ, Α 1. δερμάτινο κορδόνι ή τρύπα από την οποία περνούσαν το δερμάτινο κορδόνι σανδαλιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕσκλοι αἱ λαγναὶ τῶν ἱματίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης, όμως,… … Dictionary of Greek
ὕσκλοι — ὕσκλος the latchet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕσκλους — ὕσκλος the latchet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπτυσκλος — ἕπτυσκλος και ἕπτυσχλος, ὁ (Α) ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ύσκλος «άγκιστρο» ή «ιμάντας»] … Dictionary of Greek
εννήυσκλοι — ἐννήυσκλοι (Α) είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. τού εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη τού πέδιλου»] … Dictionary of Greek
υσκλωτός — ή, όν, Α (για υπόδημα) αυτός που έχει ὕσκλους, δηλαδή δερμάτινα κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσκλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ύσχλος — ὁ, Α βλ. ὕσκλος … Dictionary of Greek