ὕσγη

ὕσγη

ὕσγη, , ein Strauch, von dem die Farbe ὕσγινον kommt, vielleicht = πρῖνος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὕσγη — kermesoak fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύσγη — η / ὕσγη, ΝΜΑ το φυτό δρυς η πρίνος, από τους καρπούς τής οποίας εξάγεται η φυσική βαφή ύσγινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. γαλατικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ὕσγης — ὕσγη kermesoak fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύσγινο — το / ὕσγινον, ΝΜΑ φυτική βαφή κόκκινου χρώματος που λαμβάνεται από τους καρπούς τού φυτού ύσγη νεοελλ. το ζωηρό κόκκινο χρώμα αρχ. ένδυμα με ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγη + κατάλ. ινον, ουδ. τής κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

  • GALATIA — Castaldo Chiangare, Turcis Gelas, regio min. Asiae, Phrygiae contermina, ita dicta a Gallis, qui relictâ patriâ ibi sedes fixêrunt. Huius incolae Galatae vocantur, et Gallograeci, quod ex Gallis simul ac Graecis coaluerint. Item Tectosagae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • ύσγινος — η, ο, Ν 1. υσγινοβαφής 2. φρ. «ύσγινο χρώμα» ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύσγη + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”