- ὕρον
ὕρον, τό, der Bienenstock, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕρον, τό, der Bienenstock, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «σμῆνος μελισσῶν Κρῆτες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *swer «βουίζω» (βλ. λ. ὕραξ). Κατ άλλη άποψη, η λ. ὕρον συνδέεται με τη λ. σύριχος (για την απουσία τού αρκτικού σ , βλ. λ. σύριχος) και … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
свирель — род. п. и, ж., укр. свирiль, свирiлка, др. русск., ст. слав. свирѣль κιθάρα (Супр.), болг. свирол свирель , сербохорв. свѝрала свирель , словен. sviralо музыкальный инструмент . Производное от *svirati, др. русск. свирати, свиряти играть на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Orion (mythology) — For other uses, see Orion (disambiguation). Not to be confused with Arion. An engraving of Orion from Johann Bayer s Uranometria, 1603 (US Naval Observatory Library) Orion (Greek: Ὠρίων … Wikipedia
Orión (mitología) — Para otros usos de este término, véase Orión. Grabado de la constelación de Orión de la Uranometria de Johann Bayer, (1603). Biblioteca del Observatorio Naval de los Estados Unidos. Orión (griego antiguo: Ὠρίων o Ωαρίων; latín: Orión o más rar … Wikipedia Español
Hiria — (jónico: Ὑρίη Huriē, koiné: Ὑρία Huria;[1] es un topónimo mencionado en el Catálogo de naves de Homero, en donde encabeza la posición de los contingentes de Beocia, donde Hiria y la pedregosa Aulis, de la flota reunida, lideran la lista.[2] El… … Wikipedia Español
σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… … Dictionary of Greek
υριατόμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕρον* «σμήνος» (μέσω ενός αμάρτυρου *ὑρία) + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… … Dictionary of Greek
ύραξ — ο / ὕραξ, ακος, ΝΜΑ μικρόσωμο οπληφόρο τρωκτικόμορφο θηλαστικό, μέλος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τής τάξης υρακοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα αξ, όπως και άλλες ονομ. ζώων (πρβλ. ἀσπάλ αξ,… … Dictionary of Greek