Ἕρμαιον — gift of neut nom/voc/acc sg Ἕρμαιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρμαιον — gift of neut nom/voc/acc sg ἑρμαῖος called after masc acc sg ἑρμαῖος called after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ερμαίον — Ονομασία ακρωτηρίων κατά την αρχαιότητα. 1. Ακρωτήριο του Βοσπόρου (σήμερα Ρούμελη Χισάρ), όπου στήθηκε η μία άκρη της γέφυρας του Δαρείου για τη διάβαση των Περσών. 2. Ακρωτήριο της Λιβύης, μεταξύ Γαφάρων και Μεγάλης Λέπτης. 3. Η βορειοανατολική … Dictionary of Greek
Ἑρμαῖον — Ἑρμαῖος masc acc sg Ἑρμαῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοὔρμαιον — ἕρμαιον , ἕρμαιον gift of neut nom/voc/acc sg ἕρμαιον , ἑρμαῖος called after masc acc sg ἕρμαιον , ἑρμαῖος called after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμαίω — Ἕρμαιον gift of neut nom/voc/acc dual Ἕρμαιον gift of neut gen sg (doric aeolic) Ἕρμαιος masc nom/voc/acc dual Ἕρμαιος masc gen sg (doric aeolic) Ἑρμαίης masc gen sg (attic epic ionic) Ἑρμαί̱ω , Ἑρμαῖος masc/neut nom/voc/acc dual Ἑρμαί̱ω ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμαίω — ἕρμαιον gift of neut nom/voc/acc dual ἕρμαιον gift of neut gen sg (doric aeolic) ἑρμαῖος called after masc/neut nom/voc/acc dual ἑρμαῖος called after masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμαίη — ἕρμαιον gift of fem nom/voc sg (epic ionic) ἑρμαῖος called after fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμαίοις — Ἕρμαιον gift of neut dat pl Ἕρμαιος masc dat pl Ἑρμαί̱οις , Ἑρμαῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμαίοις — ἕρμαιον gift of neut dat pl ἑρμαῖος called after masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμαίου — Ἕρμαιον gift of neut gen sg Ἕρμαιος masc gen sg Ἑρμαίης masc gen sg Ἑρμαί̱ου , Ἑρμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)