ὕπ-αυγος

ὕπ-αυγος

ὕπ-αυγος, unter dem Lichte, dem Lichte ausgesetzt, bes. so daß das Licht von oben darauf fällt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αύγος — αὖγος, το (Μ) η αυγή …   Dictionary of Greek

  • φωταυγός — όν, και ως ουσ. φώταυγος, ὁ, Μ 1. ως επίθ. λαμπρός 2. ως ουσ. (κατά τον Ζωναρ.) ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αυγος (< αὐγή), πρβλ. περί αυγος, ὕπ αυγος] …   Dictionary of Greek

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • περίαυγος — ον, Α αυτός που φωτίζεται ολόγυρα, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αυγος (< αὐγή), πρβλ. έξ αυγος] …   Dictionary of Greek

  • ύπαυγος — ον, Α 1. αστρον. (για ουράνιο σώμα) αυτός που βρίσκεται σε ακτίνα 15° από τον Ήλιο 2. αυτός που είναι εκτεθειμένος σε ακτίνες, σε ακτινοβολία 3. (κατ επέκτ.) αυτός που ανακλά φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αυγος (< αὐγή), πρβλ. περί αυγος] …   Dictionary of Greek

  • ACETUM — praecipui olim in condimentis usus, inde ἧδος per excellentiam Graecis dictum: nec Silphii minor commendatio. Unde ὄξος et σίλφιον iungit Aristophanes in Avibus. Α᾿λλ᾿ ὑπιχνῶσιν, τυρον`, ἔλαιον, Σίλφιον, ὀξος καὶ τρίψαντες Κατάχυςμ᾿ ἕτερον. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανταυγής — ἀνταυγής, ές (Α) αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αυγής < *αύγος, αυγή] …   Dictionary of Greek

  • βλαβεραυγής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + αυγής < *αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εριαυγής — ἐριαυγής, ές (Α) πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος πρβλ. ηλιαυγής] …   Dictionary of Greek

  • ευαυγής — εὐαυγής, ές (Α) ευαγής, λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυγής (< *αύγος), πρβλ. αντ αυγής, δι αυγής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιαυγής — ἡλιαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”