ὕπατος

ὕπατος

ὕπατος, = ὑπέρτατος (wie summus statt supremus), auch 2 Endgn, der Höchste, Erste; bei Hom. gew. Beiwort des Zeus, ὕπατος κρειόντων, ὕπατος ϑεῶν, wie auch Tragg., z. B. Aesch. Ag. 495; im Ggstz zu den χϑόνιοι übh. die obern Götter, 89 Suppl. 24, u. später noch in der Priestersprache, s. Dem. 21, 52; καλλιερεῖν Διῒ ὑπάτῳ Ἀϑηνᾷ ὑπάτῃ 43, 66; – ἐν ὑπάτῃ πυρῇ, ganz oben auf dem Scheiterhaufen, Il. 23, 165. 24, 787; ὕπατον δῶμα Διός Pind. Ol. 1, 42; τεϑμός N. 10, 32, u. öfter; überh. hoch in der Luft, ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται Aesch. Ag. 50; der Letzte, Soph. Ant. 1313. – Bei den Römern der Consul, στρατηγὸς ὕπατος, Pol. 1, 52, 5; οἱ τὰς ὑπάτους ἀρχὰς ἔχοντες 2, 11, 1, u. öfter, u. Sp. – Ἡ ὑπάτη, sc. χορδή, die oberste Saite des ältesten, einfachsten griechischen Tonsystems; Plat. Rep. IV, 443 d; Music.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὕπατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατος — highest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ύπατος, -η — ο 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος: Ύπατα αξιώματα. 2. το αρσ. ως ουσ., ύπατος ο ένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στο ρωμαϊκό κράτος, καθώς και τίτλος του ανώτατου άρχοντα στη Γαλλία πριν από την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα …   Dictionary of Greek

  • Ὑπάτω — Ὕπατος masc nom/voc/acc dual Ὕπατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτω — ὕπατος highest masc/neut nom/voc/acc dual ὕπατος highest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτων — ὕπατος highest fem gen pl ὕπατος highest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάταις — ὕπατος highest fem dat pl ὑπάτη the highest of the three strings fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”