- παντ-αυγής
παντ-αυγής, ές, Alles beäugelnd, ὄμμα, Maneth. 1, 287. 4, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-αυγής, ές, Alles beäugelnd, ὄμμα, Maneth. 1, 287. 4, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανταυγής — ές, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. τηλ αυγής] … Dictionary of Greek