- παν-ταρβής
παν-ταρβής, ές, Alles fürchtend, Maneth. 2, 167. 3, 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ταρβής, ές, Alles fürchtend, Maneth. 2, 167. 3, 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] … Dictionary of Greek