ἔλυμα

ἔλυμα

ἔλυμα, τό, Scharbaum am Pfluge, an den die Pflugschaar gesteckt wird, Pflughaupt, Hes. O. 428. 434.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έλυμα — Αρχαία πόλη της Σικελίας που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Έλυμο, γιο του Αγχίση, αρχηγού ομάδας Τρώων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Σικελία πριν από τον Αινεία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η πόλη ιδρύθηκε από τον Αινεία για τους… …   Dictionary of Greek

  • ἔλυμα — ἔλῡμα , ἔλυμα the stock of the plough neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Helm (3), der — 3. Der Hêlm, des es, plur. die e, Diminut. das Helmchen, Oberd. das Helmlein, die halb runde erhabene Bedeckung des Obertheiles verschiedener Körper. 1) Bey den neuern Schriftstellern des Pflanzenreiches ist es das oberste Blatt der helmförmigen …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… …   Dictionary of Greek

  • αλετροπόδι — το (και πόδα, η) το κάτω οριζόντιο μέρος τού αρότρου, όπου προσαρμόζεται το υνί και το οποίο χρησιμεύει ως βάση τού όλου εργαλείου, το αρχ. έλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀλετροπόδιον «ο αστερισμός τού Ωρίωνα» (< τ. ἀροτροπόδιον, στον Ζωναρά <… …   Dictionary of Greek

  • ἐλύματα — ἐλύ̱ματα , ἔλυμα the stock of the plough neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλύματι — ἐλύ̱ματι , ἔλυμα the stock of the plough neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλύματος — ἐλύ̱ματος , ἔλυμα the stock of the plough neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”