ἔγ-κοιλος

ἔγ-κοιλος

ἔγ-κοιλος, ausgehöhlt, vertieft, Arist. H. A. 8, 24 u. Folgde, wie Ath. XI, 479 a; ὀφϑαλμοί, tiefliegend, Hippocr.; τὰ ἔγκοιλα, Höhlungen, γῆς Plat. Phaed. 111 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοῖλος — κόιλος hollow masc nom sg κοῖλος hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο 1. αυτός που έχει το εσωτερικό του άδειο, κούφιος. 2. βαθουλωτός: Το κάτοπτρο είναι κοίλο. 3. το ουδ., κοίλο ως ουσ., βαθούλωμα: Τραυματίστηκε στο κοίλο της παλάμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλότερον — κόιλος hollow adverbial comp κόιλος hollow masc acc comp sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow adverbial comp κοῑλότερον , κοῖλος hollow masc acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτάτων — κόιλος hollow fem gen superl pl κόιλος hollow masc/neut gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow fem gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτέρων — κόιλος hollow fem gen comp pl κόιλος hollow masc/neut gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow fem gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότατα — κόιλος hollow adverbial superl κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl pl κοῑλότατα , κοῖλος hollow adverbial superl κοῑλότατα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότατον — κόιλος hollow masc acc superl sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow masc acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖλον — κόιλος hollow masc acc sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc sg κοῖλος hollow masc acc sg κοῖλος hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλω — κόιλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κόιλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοιλόω hollow out pres imperat act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλων — κόιλος hollow fem gen pl κόιλος hollow masc/neut gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow fem gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow masc/neut gen pl κοιλόω hollow out imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοιλόω hollow out imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”