- ἔκ-κλιμα
ἔκ-κλιμα, τό, Ausweichung, D. Sic. 20, 12, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-κλιμα, τό, Ausweichung, D. Sic. 20, 12, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίμα — inclination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
κλίμα — το, ατος το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ έναν τόπο και αποτελούν τη μέση ατμοσφαιρική κατάστασή του: Το κλίμα είναι ορεινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… … Dictionary of Greek
κλίμ' — κλίμα , κλίμα inclination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες … Dictionary of Greek
κλιμάτεσσι — κλίμα inclination neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμάτων — κλίμα inclination neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμασι — κλίμα inclination neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμασιν — κλίμα inclination neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίματα — κλίμα inclination neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)