ἔκ-τολμος

ἔκ-τολμος

ἔκ-τολμος, sehr kühn, Suid. l. d., vgl. εὔτολμος. – Adv. bei Man. 3, 331.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύτολμος — η, ο (ΑΜ εύτολμος, ον) αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός νεοελλ. μσν. αποφασιστικός αρχ. επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς. επίρρ... ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα) με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θρασύτολμος — θρασύτολμος, ον (ΑΜ) θαρραλέος και τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. ά τολμος, παρά τολμος] …   Dictionary of Greek

  • πάντολμος — η, ο / πάντολμος, ον, ΝΜΑ αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος μσν. αρχ. αυθάδης, αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ τολμος] …   Dictionary of Greek

  • παντότολμος — ον, Α αυτός που τολμά τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. πάν τολμος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρτολμος — ον, Α πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά τολμος] …   Dictionary of Greek

  • θυμοτολμία — θυμοτολμία, ἡ (Μ) τόλμη τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τολμία (< τολμος< τόλμη), πρβλ. α τολμία, ευ τολμία] …   Dictionary of Greek

  • μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύτολμος — ον, ΜΑ υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τολμος (< τόλμη)] …   Dictionary of Greek

  • k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”