ἔκτοσθε

ἔκτοσθε

ἔκτοσθε, gew., bes. vor Vocalen, ἔκτοσϑεν (vgl. ἔκτοϑεν), eigtl. von außen her, außen, außerhalb, wie ἐκτός absol. u. mit dem gen.; τείχεος ἔκτοσϑεν μίμνειν Il. 9, 552; τήνδέ δ' ἔκτ. βοᾶν ἔα Soph. El. 792; oft bei sp. D.; selten in Prosa: auswendig, Luc. merc. cond. 41; ἔκτ. γενέσϑαι, außer sich kommen, ohnmächtig werden, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ἔκτοσθε — outside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτοσθεν — ἔκτοσθε outside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπός — όν, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν ωπός. Το ω τού β συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”