ἔκτοσε, heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έκτοσε — ἔκτοσε (Α) επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ) … Dictionary of Greek
ἔκτοσε — outwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)