- ἔκ-ριμμα
ἔκ-ριμμα, τό, der Aus-, Wegwurf?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-ριμμα, τό, der Aus-, Wegwurf?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῖμμα — throw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίμμα — ίμματος, τὸ, Α [ῥίπτω] 1. κίνηση, τίναγμα 2. (κατά τον Ηρωδ.) «ἡ ῥῑψις καὶ τὸ βέλος» … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ῥίμμασιν — ῥί̱μμασιν , ῥῖμμα throw neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίμματα — ῥί̱μματα , ῥῖμμα throw neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)