- ἔν-τεφρος
ἔν-τεφρος, in Asche, aschfarbig, Ath. IX, 395 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-τεφρος, in Asche, aschfarbig, Ath. IX, 395 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεφρός — ash coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφρός — ή, ό / τεφρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. θηλ. τεφρή Α αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεφρόν είδος κολλυρίου, ιδίως για τα μάτια, το οποίο είχε το χρώμα τής τέφρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα, πιθ. κατ απόσπαση από το επίθ … Dictionary of Greek
τεφρός — ή, ό αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης, ο γκρίζος, ο σταχτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεφρόν — τεφρός ash coloured masc acc sg τεφρός ash coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφραῖς — τεφρός ash coloured fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφροῦ — τεφρός ash coloured masc/neut gen sg τεφρόω burn to ashes pres imperat mp 2nd sg τεφρόω burn to ashes imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφρή — τεφρός ash coloured fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφρήν — τεφρός ash coloured fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφρῷ — τεφρός ash coloured masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφρά — τεφράς ash coloured fem voc sg τεφρός ash coloured neut nom/voc/acc pl τεφρά̱ , τεφρός ash coloured fem nom/voc/acc dual τεφρά̱ , τεφρός ash coloured fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek