τάσις — τάσῑς , τάσις stretching fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάσις stretching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσις — εως, ἡ, ΜΑ βλ. τάση … Dictionary of Greek
τάσει — τάσις stretching fem nom/voc/acc dual (attic epic) τάσεϊ , τάσις stretching fem dat sg (epic) τάσις stretching fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσεις — τάσις stretching fem nom/voc pl (attic epic) τάσις stretching fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσεσι — τάσις stretching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσεσιν — τάσις stretching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσιες — τάσις stretching fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσιν — τάσις stretching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσιος — τάσις stretching fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ten-1, tend- — ten 1, tend English meaning: to extend, stretch, span Deutsche Übersetzung: “dehnen, ziehen, spannen”, also von the Weberei, Spinnen, Strick etc. Grammatical information: ten bildet in IE an not thematic root aorist (ved. átan,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ρυσία — ἡ, Α (κατά τον Φωτ.) «ἡ τῶν τόξων τάσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ῥύσιος (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»), πρβλ. ῥύσιον] … Dictionary of Greek