ἔν-τριμμα

ἔν-τριμμα

ἔν-τριμμα, τό, das Eingeriebene, bes. Schminke, Plut. Crass. 24; Poll. 5, 101.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρῖμμα — that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμμα — το / τρῑμμα, ίμματος, ΝΜΑ [τρίβω] καθετί που μεταβλήθηκε σε πολύ μικρά μέρη, ιδίως με τριβή, θρύμμα, θρύψαλο («τρίμματα ψωμιού») νεοελλ. φρ. «ένα τρίμμα» κάτι ελάχιστο αρχ. 1. άνθρωπος πεπειραμένος και πανούργος 2. είδος ποτού παρασκευασμένου από …   Dictionary of Greek

  • τρίμμα — το, ατος ό,τι μεταβάλλεται με την τριβή σε πολύ μικρό κομμάτι, θρύψαλο, θρύμμα: Ο κουραμπιές έγινε τρίμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρῖμμ' — τρῖμμα , τρῖμμα that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …   Dictionary of Greek

  • τριμμάτιον — τὸ, Α [τρῑμμα, ίμματος] υποκορ. τού τρίμμα …   Dictionary of Greek

  • Mährte, die — Die Mährte, plur. die n, im gemeinen Leben einiger Gegenden, eben die Art der Speise, welche man auch eine kalte Schale zu nennen pflegt, d.i. ein kalter flüssiger Körper, worein ein festerer eingebrockt ist, es sey nun Brot, Bräzel, Semmel,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • PROVERBIUM — Graece παροιμία, aliter Adagium, λόγος ἐςτὶ ἐπικαλύπτων τὸ σαφὲς ἀσαφείᾳ Sermo rem manifestam obscuritate tegens In quo proin Donatus ac Diomedes requirunt, tum involucrum aliquod, tum γνωμικόν τι. Verum cum permulta reperiantur apud neutiquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIMMA — apud Anstasium Bibliothecar. in Silvestro, Fecit autem et cameram basilicae, ex trimma auri refulgentem: rasura est vel ramentum auri, ex Graeco τρίμμα. Cuiusmodi auri ramenta capiti respersisse Verum Imperatorem ait Iul. Capitolin. in vero, c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”