- ἔν-τριψις
ἔν-τριψις, ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-τριψις, ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῖψις — rubbing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίψις — τρί̱ψῑς , τρῖψις rubbing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει … Dictionary of Greek
τρῖψιν — τρῖψις rubbing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίψει — τρί̱ψει , τρίβω rub aor subj act 3rd sg (epic) τρί̱ψει , τρίβω rub fut ind mid 2nd sg τρί̱ψει , τρίβω rub fut ind act 3rd sg τρί̱ψει , τρῖψις rubbing fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρί̱ψεϊ , τρῖψις rubbing fem dat sg (epic) τρί̱ψει , τρῖψις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίψεις — τρί̱ψεις , τρίβω rub aor subj act 2nd sg (epic) τρί̱ψεις , τρίβω rub fut ind act 2nd sg τρί̱ψεις , τρῖψις rubbing fem nom/voc pl (attic epic) τρί̱ψεις , τρῖψις rubbing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
ημίτριψις — ἡμίτριψις, ἡ (Α) ελαφρά μάλαξη μερών τού σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τρίψις (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
ομφαλοτριψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τού ομφάλιου λώρου με ισχυρή πίεση σε περιπτώσεις αιμορραγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίψις (< τρίβω), πρβλ. λιθο τριψία] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τριψίδι — το, Ν θρύμμα, θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τρῖψις + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. κοπ ίδι)] … Dictionary of Greek