- ἔν-στημα
ἔν-στημα, τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-στημα, τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στῆμα — the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμα — το / στῆμα, ήματος, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. το κοράκι αρχ. 1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου 2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας 3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα β) ο στήμονας τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της … Dictionary of Greek
στημάτων — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματα — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματι — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματος — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
систе́ма — ы, ж. 1. Множество элементов, находящихся в отношениях и связях друг с другом и образующих определенную целостность, единство. || Определенный порядок, основанный на планомерном расположении и взаимной связи частей чего л. Система расстановки… … Малый академический словарь
επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… … Dictionary of Greek
λινόστημα — λινόστημα, τὸ (Α) ύφασμα από λινάρι και μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. τού στήμων] … Dictionary of Greek
ποδόστημα — το, Ν ναυτ. η κατακόρυφη συνέχιση τής τρόπιδας τού πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι τής πρύμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + στημα (< ἵστημι «στήνω»)] … Dictionary of Greek