στάσις — στάσῑς , στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) στάσις placing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσις — εως, ἡ, ΜΑ βλ. στάση … Dictionary of Greek
στάσι — στάσις placing fem voc sg στάσῑ , στάσις placing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσεσι — στάσις placing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσεσιν — στάσις placing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιας — στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιες — στάσις placing fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιν — στάσις placing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιος — στάσις placing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… … Dictionary of Greek