- ἔμ-πᾱσις
ἔμ-πᾱσις, ἡ, dor. = ἔγκτησις; Hes.; Inscr. 1563, ἔππασις, böot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πᾱσις, ἡ, dor. = ἔγκτησις; Hes.; Inscr. 1563, ἔππασις, böot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πᾶσις — acquisition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσις — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ τού άχρηστου ενεστ. πάομαι* «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
πάσει — πά̱σει , πάομαι get fut ind mid 2nd sg (doric) πάσσω sprinkle aor subj act 3rd sg (epic) πά̱σει , πᾶσις acquisition fem nom/voc/acc dual (attic epic) πά̱σεϊ , πᾶσις acquisition fem dat sg (epic) πά̱σει , πᾶσις acquisition fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσεις — πάσσω sprinkle aor subj act 2nd sg (epic) πά̱σεις , πᾶσις acquisition fem nom/voc pl (attic epic) πά̱σεις , πᾶσις acquisition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάσιος — ὁ, Α [πᾱσις] 1. προσωνυμία τού Διός 2. ονομασία μήνα … Dictionary of Greek
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek
πασίων — πᾱσίων , πᾶσις acquisition fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶσ' — πᾶσαι , πάομαι get aor imperat mid 2nd sg (doric) πᾶσα , πᾶς papa fem nom/voc sg (attic epic ionic) πᾶσι , πᾶς papa masc/neut dat pl (attic epic ionic) πᾶσαι , πᾶς papa fem nom/voc pl (attic epic ionic) πᾶσι , πᾶσις acquisition fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶσι — πᾶς papa masc/neut dat pl (attic epic ionic) πᾶσις acquisition fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶσιν — πᾶς papa masc/neut dat pl (attic epic ionic) πᾶσις acquisition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάση — πά̱ση , πᾶσις acquisition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)