- ἔμ-πλησις
ἔμ-πλησις, ἡ, Erfüllung, Epict. bei Stob. 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πλησις, ἡ, Erfüllung, Epict. bei Stob. 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήσις — ήσεως, Μ πλήρωση, γέμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλησ (< πλη θ ) τού πίμπλη μι* «γεμίζω» + κατάλ. ις] … Dictionary of Greek