- ἔροτις
ἔροτις, ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔροτις, ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έροτις — ἔροτις, ἡ (Α) εορτή, πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος* και εορτή*] … Dictionary of Greek
ἔροτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔροτιν — ἔροτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… … Dictionary of Greek
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
u̯er-11, u̯erǝ- — u̯er 11, u̯erǝ English meaning: friendship; trustworthy, true Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)” Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… … Proto-Indo-European etymological dictionary