ἔρος

ἔρος

ἔρος, , p. = ἔρως, Liebe, Luft, Verlangen, ϑεᾶς, γυναικός, zu einer Göttinn, einem Weibe, Il. 14, 315; ἔρῳ ϑυμὸν ἔϑελχϑεν Od. 18, 212; häufig πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, sie hatten das Verlangen nach Speise u. Trank hinausgetrieben, gestillt; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην Il. 24, 227; Hes. Th.; Soph. El. 190; οἷον ἠράσϑης ἔρον Eur., s. ἔραμαι; sp. D. In Prosa Luc. Asin. 33, ἔρῳ. – Außer nom., dat. u. acc. sing. kommt Nichts von dem Worte vor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔρος — 1 love masc nom sg ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • έρος — (I) ἔρος, ὁ (Α) ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού έρως*]. (II) ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α) (μόνο εν συνθέσει) το έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού είρος «ἐριο, μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] …   Dictionary of Greek

  • προπατήρ — έρος, ὁ, Α ο προπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πατήρ] …   Dictionary of Greek

  • συμπατήρ — έρος, ὁ, Μ [πατήρ] ο από κοινού πατέρας …   Dictionary of Greek

  • φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπάτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλοπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτηρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτηρ] …   Dictionary of Greek

  • φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… …   Dictionary of Greek

  • ἔρεα — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεε — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἐρέω love pres imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐρέω love imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ῥέω flow imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”