- ἔρχαται
ἔρχαται u. ἔρχατο, 3. Pers. plur. perf. u. plusqpf. zu εἴργω, ἔργω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρχαται u. ἔρχατο, 3. Pers. plur. perf. u. plusqpf. zu εἴργω, ἔργω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρχαται — ἔργνυμι perf ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερχατάομαι — ἐρχατάομαι (Α) φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)] … Dictionary of Greek