έρφος — ἔρφος, τὸ (Α) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με τα στέρφος, τέρφος, που έχουν την ίδια σημασία] … Dictionary of Greek
ἔρφος — a skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)