- ἔρυσις
ἔρυσις, ἡ, das Ziehen, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρυσις, ἡ, das Ziehen, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρυσις — ἔρυσις, ἡ (Α) [ερύω (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.) … Dictionary of Greek
ἐρύσει — ἔρυσις a drawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐρύσεϊ , ἔρυσις a drawing fem dat sg (epic) ἔρυσις a drawing fem dat sg (attic ionic) ἐρύω drag aor subj act 3rd sg (epic) ῥυσάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύσεις — ἔρυσις a drawing fem nom/voc pl (attic epic) ἔρυσις a drawing fem nom/acc pl (attic) ἐρύω drag aor subj act 2nd sg (epic) ῥυσάω imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
ερυσίθριξ — ἐρυσίθριξ, τριχος, ἡ (Α) χτένι με μικρά δόντια που καθαρίζει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρυσις «τράβηγμα, έλκυση» + θριξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ἐρύσῃ — ἐρύσηι , ἔρυσις a drawing fem dat sg (epic) ἐρύω drag aor subj mid 2nd sg ἐρύω drag aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)