ἔρσην

ἔρσην

ἔρσην, ενος, ion. = ἄρσην, ἄῤῥην, Her.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έρσην — ἔρσην, ενος, ο ιων. τ. αντί ἄρσην, ἄρρην (Α) βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άρσην] …   Dictionary of Greek

  • ἔρσην — ἄρσην NT masc/fem nom/voc sg (ionic) ἔρσα dew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρσην — Ἕρση fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρσην — ἕρση dew fem acc sg (attic epic ionic) ἔρσα dew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρσην — ἄρσην , ἄρσην NT masc/fem nom/voc sg ἔρσην , ἄρσην NT masc/fem nom/voc sg (ionic) ἄρσην , ἄρσης NT masc acc sg (attic epic ionic) ἄρσην , ἄρσος neut acc sg ἔρσην , ἔρσα dew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρηφόρος — ἀρρηφόρος, η (Α) κοπέλα που έπαιρνε μέρος στην πομπή των Αρρηφορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρρηφόρος καθώς και οι σημασιολογικά παράλληλοι τ. ερρηφόρος και ερσηφόρος είναι αβέβαιης ετυμολ. και έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την προέλευσή τους.… …   Dictionary of Greek

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

  • τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… …   Dictionary of Greek

  • ἔρεσσ' — ἔρεσσι , ἔρος 2 wool neut dat pl (epic) ἔρεσσι , ἔρσην NT masc dat pl (epic) ἔρεσσε , ἐρέσσω row pres imperat act 2nd sg ἔρεσσαι , ἐρέσσω row aor imperat mid 2nd sg (epic) ἔρεσσα , ἐρέσσω row aor ind act 1st sg (epic) ἔρεσσε , ἐρέσσω row aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρην — ἔρα earth fem acc sg (epic ionic) ἔρος 2 wool neut acc sg ἔρσην NT masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ere-s-2 (ers-, r̥s-, eres-), and rē̆ s-, rō̆ s- —     ere s 2 (ers , r̥s , eres ), and rē̆ s , rō̆ s     English meaning: to flow     Deutsche Übersetzung: “fließen”; von lebhafter Bewegung ũberhaupt, also “umherirren” and “aufgebracht, aufgeregt sein”     Material: 1. O.Ind. rása ḥ “juice,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”