- ἔπ-ολβος
ἔπ-ολβος, glücklich, Haneth. 1, 413. 3, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔπ-ολβος, glücklich, Haneth. 1, 413. 3, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄλβος — happiness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek
ὄλβω — ὄλβος happiness masc nom/voc/acc dual ὄλβος happiness masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβε — ὄλβος happiness masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβοιο — ὄλβος happiness masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβοις — ὄλβος happiness masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβοισι — ὄλβος happiness masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβον — ὄλβος happiness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβου — ὄλβος happiness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβους — ὄλβος happiness masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβων — ὄλβος happiness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)