ἔπηλις

ἔπηλις

ἔπηλις, , Deckel einer Kiste, = ἔφηλις; – Flecken im Gesicht, ἡ ἐπὶ τοῦ προςώπου μελανία, Soph. frg. 877 bei Eust. p. 1562, 38; – Posid. bei B. A. 424.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έπηλις — ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα μσν. κηλίδα τού προσώπου, φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. τού έφηλις*] …   Dictionary of Greek

  • ἔπηλις — cover fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”