- ἑλίγδην
ἑλίγδην, gewunden, Aesch. Prom. 884.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλίγδην, gewunden, Aesch. Prom. 884.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλίγδην — whirling indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίγδην — (Α ἑλίγδην) επίρρ. με περιστροφική κίνηση νεοελλ. φρ. «ελίγδην πλους» πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek