ἑλίκ-ωψ

ἑλίκ-ωψ

ἑλίκ-ωψ, ωπος, mit rollenden Augen, mit munterem, lebhaftem Blicke, bes. als Ausdruck des Muthes; ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il. 1, 389 u. öfter; VLL. ὁ τὴν ὄψιν γοργὸς καὶ συχνὰ τοὺς ὦπας ἑλίσσων ὅποι δέον ἐστὶ καὶ μὴ νωϑρός, od. ὁ τοὺς τῶν ὁρώντων ὀφϑαλμοὺς ἑλίσσων ἐφ' ἑαυτόν, ἀγητὸς ὢν καὶ ἀξιοϑέατος u. anderes Wunderliche; im fem. den lebhaften, jugendlichen Blick bezeichnend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἕλικ' — Ἕλικα , Ἕλιξ masc acc sg Ἕλικι , Ἕλιξ masc dat sg Ἕλικε , Ἕλιξ masc nom/voc/acc dual Ἕλικαι , Ἑλίκη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλικ' — ἕλικα , ἕλιξ 1 twisted masc/fem acc sg ἕλικι , ἕλιξ 1 twisted masc/fem dat sg ἕλικε , ἕλιξ 1 twisted masc/fem nom/voc/acc dual ἕλικα , ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem acc sg ἕλικι , ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις …   Dictionary of Greek

  • αμφιέλισσα — ἀμφιέλισσα (ενν. ναῡς) (Α) (επίθετο τής επικής διαλέκτου) 1. (πλοίο) κυρτό και από τις δύο πλευρές 2. ευκίνητο, γοργοτάξιδο (καράβι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμφι ελίκ ya < *ἀμφι έλιξ (πρβλ. τετρα έλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • εριώπης — ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α) αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ωπης (< *ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό πρβλ. ελίκ ωψ, μύ ωψ + κατάλ. ης)] …   Dictionary of Greek

  • ισάστερος — ἰσάστερος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με αστέρι, λαμπρός σαν αστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άστερος (< ἀστήρ), πρβλ. ελικ άστερος, επτ άστερος] …   Dictionary of Greek

  • καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] …   Dictionary of Greek

  • κνύζωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λαχανικό που μοιάζει με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνύζα (II) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ελίκ ωψ, κύν ωψ] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλωτός — κονδυλωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, εξογκωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδυλωτόν το εξόγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ ωτός, θολ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”