ἑλληνισμός

ἑλληνισμός

ἑλληνισμός, , die Eigenthümlichkeit der griechischen Sprache, Ath. IX, 367 a, und oft bei Gramm., bes. der richtige Gebrauch der Sprache. Bei den K. S. der griechische, heidnische Unterricht, Bildung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἑλληνισμός — imitation of the Greeks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελληνισμός — Τίτλος διαφόρων περιοδικών. Από τα πιο αξιόλογα ήταν δύο εβδομαδιαία περιοδικά της Αλεξάνδρειας, το πρώτο του 1889 και το δεύτερο του 1942, με εκδότες αντίστοιχα τους Ευστράτιο Ρούπα και Σωκράτη Λαγουδάκη. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και… …   Dictionary of Greek

  • ελληνισμός — ο 1. η ελληνικότητα (βλ. λ.). 2. (περιλ.), το έθνος των Ελλήνων σ όλο τον κόσμο, η ελληνική φυλή, η ρωμιοσύνη. 3. οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι ξένοι κατά τη μετά το Μ. Αλέξανδρο περίοδο. 4. φραστικός τρόπος που ανήκει στην ελληνική γλώσσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… …   Dictionary of Greek

  • Ἑλληνισμοῦ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμῶν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμῷ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμόν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”